ἐξέρρευσας

ἐξέρρευσας
ἐκρέω
flow out
aor ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εκρέω — (Α ἐκρέω) 1. ρέω από κάπου ή από κάτι 2. (για ποταμό) ρέω έξω ή μακριά, χύνομαι έξω, εκβάλλω 3. (για φτερά ή τρίχες) πέφτω, μαδιέμαι 4. μτφ. λειώνω, αφανίζομαι, γίνομαι άφαντος 5. λησμονιέμαι 6. (με σύστ. αιτ.) αφήνω κάτι να πέσει, χύνω, κάνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”